- βυρσεργάτης
- βυρσεργάτης, ο (Μ)ο βυρσοδέψης.[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + εργάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… … Dictionary of Greek